μεταμελητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(6_10)
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metamelitos
|Transliteration C=metamelitos
|Beta Code=metamelhto/s
|Beta Code=metamelhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">repented of</b>, Hsch.s.v. [[πεδάγρετον]].</span>
|Definition=μεταμελητή, μεταμελητόν, [[repented of]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[πεδάγρετον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμελητός''': -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.
|lstext='''μεταμελητός''': -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταμελητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταμελούμαι]]<br />αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμελητός Medium diacritics: μεταμελητός Low diacritics: μεταμελητός Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: metamelētós Transliteration B: metamelētos Transliteration C: metamelitos Beta Code: metamelhto/s

English (LSJ)

μεταμελητή, μεταμελητόν, repented of, Hsch. s.v. πεδάγρετον.

German (Pape)

[Seite 150] bereu't, Schol. Il. 1, 526.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητός: -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.

Greek Monolingual

μεταμελητός, -ή, -όν (Α) μεταμελούμαι
αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.