κορεστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korestos
|Transliteration C=korestos
|Beta Code=koresto/s
|Beta Code=koresto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sated; to be sated</b>, Gloss.</span>
|Definition=ή, όν, [[sated]]; [[to be sated]], Gloss.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
|lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορεστός]], -ή, -όν (Α) [[κορέννυμι]]<br />αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει [[κάποιος]], αυτός που επιδέχεται κορεσμό.
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορεστός Medium diacritics: κορεστός Low diacritics: κορεστός Capitals: ΚΟΡΕΣΤΟΣ
Transliteration A: korestós Transliteration B: korestos Transliteration C: korestos Beta Code: koresto/s

English (LSJ)

ή, όν, sated; to be sated, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.

Greek Monolingual

κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμι
αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.