Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφηκός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_14)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfikos
|Transliteration C=sfikos
|Beta Code=sfhko/s
|Beta Code=sfhko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σφηκώδης]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[σφήκωμα]] <span class="bibl">1</span>, Hsch.</span>
|Definition=σφηκή, σφηκόν,<br><span class="bld">A</span> = [[σφηκώδης]] ''1'', [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''29.<br><span class="bld">II</span> = [[σφήκωμα]] ''1'', [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{pape
|ptext=ὁ, soll Soph. frg. 27 statt [[σφηκοειδής]] [[gebraucht]] haben, Phot.
}}
{{elru
|elrutext='''σφηκός:''' οῦ adj. m Soph. = [[σφηκώδης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφηκός''': ὁ, [[σφηκώδης]] Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. [[σφήκωμα]] ΙΙ, Ἡσύχ.
|lstext='''σφηκός''': ὁ, [[σφηκώδης]] Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. [[σφήκωμα]] ΙΙ, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το [[λοφίο]], αλλ. [[σφήκωμα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφηκοί<br />οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκός Medium diacritics: σφηκός Low diacritics: σφηκός Capitals: ΣΦΗΚΟΣ
Transliteration A: sphēkós Transliteration B: sphēkos Transliteration C: sfikos Beta Code: sfhko/s

English (LSJ)

σφηκή, σφηκόν,
A = σφηκώδης 1, S.Fr.29.
II = σφήκωμα 1, Hsch.

German (Pape)

ὁ, soll Soph. frg. 27 statt σφηκοειδής gebraucht haben, Phot.

Russian (Dvoretsky)

σφηκός: οῦ adj. m Soph. = σφηκώδης.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκός: ὁ, σφηκώδης Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. σφήκωμα ΙΙ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί
οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σφήξ, -ηκός «σφήκα»].