ξυλοπομπός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοπομπός''': ὁ, ὁ πέμπων ξύλα, Μ. Φιλῆς τόμ. Α΄, σ. 252, ἔκδ. Mil.
|lstext='''ξῠλοπομπός''': ὁ, ὁ πέμπων ξύλα, Μ. Φιλῆς τόμ. Α΄, σ. 252, ἔκδ. Mil.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοπομπός]], ὁ (Μ)<br />αυτός που στέλνει ξύλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), [[πρβλ]]. [[σιτοπομπός]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπομπός: ὁ, ὁ πέμπων ξύλα, Μ. Φιλῆς τόμ. Α΄, σ. 252, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

ξυλοπομπός, ὁ (Μ)
αυτός που στέλνει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πομπός (< πέμπω), πρβλ. σιτοπομπός.