ὁδοιπόριστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(6_17) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁδοιπόριστος''': -ον, ἡμαρτημ., [[διαβατός]], διοδεύσιμος, [[ἴσως]] διορθωτ. ὁδοιπορητὸς ἐκ τοῦ [[ὁδοιπορέω]], Ψευδο-Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 3, σ. 467Β. | |lstext='''ὁδοιπόριστος''': -ον, ἡμαρτημ., [[διαβατός]], διοδεύσιμος, [[ἴσως]] διορθωτ. ὁδοιπορητὸς ἐκ τοῦ [[ὁδοιπορέω]], Ψευδο-Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 3, σ. 467Β. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[passable]]=== | |||
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: [[passierbar]]; Greek: [[διαβατός]]; Ancient Greek: [[ἀμεύσιμος]], [[βάσιμος]], [[βατός]], [[διαβατός]], [[ἐμβατός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]], [[ἰτός]], [[ὁδεύσιμος]], [[ὁδοιπόριστος]], [[ὁδωτός]], [[περάσιμος]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτός]], [[πόριμος]], [[πρακτός]]; Italian: [[passabile]]; Latin: [[pervius]]; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 8 February 2023
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπόριστος: -ον, ἡμαρτημ., διαβατός, διοδεύσιμος, ἴσως διορθωτ. ὁδοιπορητὸς ἐκ τοῦ ὁδοιπορέω, Ψευδο-Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 3, σ. 467Β.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny