βαρβαρότροπος: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6_17) |
(7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαρβαρότροπος''': -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999. | |lstext='''βαρβαρότροπος''': -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=βαρθαρότροπος, -ον (Μ)<br />αυτός που έχει βάρβαρους τρόπους, ο [[άξεστος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:24, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρότροπος: -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999.
Greek Monolingual
βαρθαρότροπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει βάρβαρους τρόπους, ο άξεστος.