ποικιλόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(6_18)
(33)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλόδωρος''': -ον, ὁ ποικίλα διδοὺς δῶρα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 15.
|lstext='''ποικῐλόδωρος''': -ον, ὁ ποικίλα διδοὺς δῶρα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει ή, [[κυρίως]] δίνει, ποικίλα δώρα, [[αιολόδωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>δωρος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 650] Mannichfaltiges schenkend, an mancherlei Gaben reich, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόδωρος: -ον, ὁ ποικίλα διδοὺς δῶρα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 15.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει ή, κυρίως δίνει, ποικίλα δώρα, αιολόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].