πρωτόθετος: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(6_18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόθετος''': -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, δημιουργηθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Εὐστ. Πονημάτ. 264, 73· [[λέξις]] ἢ [[ῥῆμα]] πρ., [[πρωτότυπος]] [[λέξις]], [[αὐτόθι]] 315. 60, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 40. 90.
|lstext='''πρωτόθετος''': -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, δημιουργηθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Εὐστ. Πονημάτ. 264, 73· [[λέξις]] ἢ [[ῥῆμα]] πρ., [[πρωτότυπος]] [[λέξις]], [[αὐτόθι]] 315. 60, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 40. 90.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόθετος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> (για τον Αδάμ) αυτός που δημιουργήθηκε [[πρώτος]], ο [[πρωτόπλαστος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που πλάστηκε [[πρώτος]], ο [[αρχικός]] («[[λέξις]] ἤ [[ῥῆμα]] [[πρωτόθετον]]», <b>Ευστ.</b> Πον.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πρωτόθετος]] [[αριθμός]]»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[πρώτος]] [[αριθμός]] που έχει πάρει ένα πολεμικό [[πλοίο]] από τη [[ναυπήγηση]] και τον εξοπλισμό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτοθέτως</i> Μ<br />με πρωτόθετο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), [[πρβλ]]. [[ομοιόθετος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόθετος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, δημιουργηθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Εὐστ. Πονημάτ. 264, 73· λέξιςῥῆμα πρ., πρωτότυπος λέξις, αὐτόθι 315. 60, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 40. 90.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόθετος, -ον, ΝΜ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που δημιουργήθηκε πρώτος, ο πρωτόπλαστος
2. γραμμ. αυτός που πλάστηκε πρώτος, ο αρχικόςλέξιςῥῆμα πρωτόθετον», Ευστ. Πον.)
νεοελλ.
φρ. «πρωτόθετος αριθμός»
ναυτ. ο πρώτος αριθμός που έχει πάρει ένα πολεμικό πλοίο από τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του.
επίρρ...
πρωτοθέτως Μ
με πρωτόθετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + θετός (< τίθημι), πρβλ. ομοιόθετος].