δημεγέρτης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_19) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημεγέρτης''': -ου, ὁ, ἐγείρων τὸν λαόν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, «[[ταράκτωρ]] τῆς πόλεως», Σχολ. Αἰσχύλ. Θήβ. 578. | |lstext='''δημεγέρτης''': -ου, ὁ, ἐγείρων τὸν λαόν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, «[[ταράκτωρ]] τῆς πόλεως», Σχολ. Αἰσχύλ. Θήβ. 578. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[δημεγέρτης]], Μ και [[δημοεγέρτης]])<br />αυτός που εξεγείρει τον λαό, που προκαλεί λαϊκή [[εξέγερση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> [[εγείρω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:35, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
δημεγέρτης: -ου, ὁ, ἐγείρων τὸν λαόν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, «ταράκτωρ τῆς πόλεως», Σχολ. Αἰσχύλ. Θήβ. 578.
Greek Monolingual
ο (AM δημεγέρτης, Μ και δημοεγέρτης)
αυτός που εξεγείρει τον λαό, που προκαλεί λαϊκή εξέγερση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + εγείρω].