τρωτήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρωτήριον''': τό, [[ὄργανον]] τρωτικόν, Καισάρ. σ. 1040, ἔκδ. Mi.
|lstext='''τρωτήριον''': τό, [[ὄργανον]] τρωτικόν, Καισάρ. σ. 1040, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />όργανο που μπορεί να προκαλέσει [[τραύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[βασανιστήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τρωτήριον: τό, ὄργανον τρωτικόν, Καισάρ. σ. 1040, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
όργανο που μπορεί να προκαλέσει τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].