κυνοκράμβη: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_23) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynokramvi | |Transliteration C=kynokramvi | ||
|Beta Code=kunokra/mbh | |Beta Code=kunokra/mbh | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[κυνέα]], Ps.- Dsc.4.190.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀπόκυνον]], Dsc.4.80, ''Gp.''13.4.7 and 7.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνοκράμβη''': κοινῶς: «[[σκαρολάχανον]]» ἢ «καρμπολάχανον», Διοσκ. 4. 192, Γεωπ. 13. 4, 7, κτλ. | |lstext='''κῠνοκράμβη''': κοινῶς: «[[σκαρολάχανον]]» ἢ «καρμπολάχανον», Διοσκ. 4. 192, Γεωπ. 13. 4, 7, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κυνοκράμβη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] θηλυγόνο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] απόκυνο<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] [[κυνέα]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Hundekohl]]</i>, Diosc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A = κυνέα, Ps.- Dsc.4.190.
2 = ἀπόκυνον, Dsc.4.80, Gp.13.4.7 and 7.1.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκράμβη: κοινῶς: «σκαρολάχανον» ἢ «καρμπολάχανον», Διοσκ. 4. 192, Γεωπ. 13. 4, 7, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM κυνοκράμβη)
νεοελλ.
το φυτό θηλυγόνο
μσν.-αρχ.
το φυτό απόκυνο
αρχ.
το φυτό κυνέα.
German (Pape)
ἡ, Hundekohl, Diosc.