Πελασγίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
(Bailly1_4)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br /><i>c.</i> [[Πελασγικός]], [[Πελάσγιος]].
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br /><i>c.</i> [[Πελασγικός]], [[Πελάσγιος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ίδος και [[Πελασγιάς]], -[[άδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> Πελασγική<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Ήρας, στη Σάμο και στη [[Θεσσαλία]], [[καθώς]] και της Δήμητρος στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πελασγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος].
}}
{{elru
|elrutext='''Πελασγίς:''' ίδος adj. f пеласгическая Her.
}}
}}

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.

Greek Monolingual

-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].

Russian (Dvoretsky)

Πελασγίς: ίδος adj. f пеласгическая Her.