θεατέος: Difference between revisions
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(Bailly1_3) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θεάομαι]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεᾱτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[θεάομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D. | |lstext='''θεᾱτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[θεάομαι]], ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''θεᾱτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[θεάομαι]], αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θεᾱτέος, η, ον verb. adj. of [[θεάομαι]],]<br /><b class="num">I.</b> to be [[seen]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[θεατέον]], one must see, Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:55, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de θεάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεάομαι, ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.
Greek Monotonic
θεᾱτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του θεάομαι, αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.
II. θεατέον, αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
θεᾱτέος, η, ον verb. adj. of θεάομαι,]
I. to be seen, Plat.
II. θεατέον, one must see, Plat.