καταθαρσύνω: Difference between revisions

(Bailly1_3)
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatharsyno
|Transliteration C=katatharsyno
|Beta Code=kataqarsu/nw
|Beta Code=kataqarsu/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">embolden, encourage against</b>, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>29</span>:—Pass., in form καταθρασύνομαι, = foreg., <span class="bibl">Ph.1.41</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>21.2</span>, <span class="bibl">D.L.2.127</span>: c.gen., <b class="b3">πρὸς τοὺς ἀλόγως -ομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων</b>, title of work by Polystr., cf. Them.<span class="title">Or.</span>34p.464D.</span>
|Definition=[[embolden]], [[encourage against]], τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu. ''Luc.'' 29 ; — Pass., in form [[καταθρασύνομαι]], = [[καταθαρσέω]] ([[be confident]], [[looking forward confidently to]], [[make bold to]], [[behave boldly against]], [[be confirmed]]), Ph. 1.41, Luc. ''DMort.'' 21.2, DL. 2.127 ; c. gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως καταθαρσυνομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them. ''Or.'' 34 p. 464D.
}}
{{bailly
|btext=[[encourager contre]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταθαρσύνομαι]] montrer de la hardiesse contre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θαρσύνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-θαρσύνω of κατα-θρασύνω act. bemoedigen:. τινὰ πρὸς τὸ μέλλον iem. moed inspreken voor de toekomst Plut. Luc. 29.2.2. med. vol vertrouwen zijn.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταθαρσύνω]] (AM, Μ και καταθαρρύνω)<br /><b>1.</b> [[ενθαρρύνω]], [[εμψυχώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταθαρσύνομαι</i><br />[[εμπιστεύομαι]], [[δίνω]] [[πίστη]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θαρσύνω]] «[[ενθαρρύνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταθαρσύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[ενθαρρύνω]] ή [[παροτρύνω]], [[εξωθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>τινὰπρὸς τὸ [[μέλλον]]</i>, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο [[καταθρασύνομαι]], σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταθαρσύνω''': παραθαρρύνω τινὰ [[πρός]] τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· [[μετὰ]] γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
|lstext='''καταθαρσύνω''': παραθαρρύνω τινὰ [[πρός]] τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=encourager contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θαρσύνω]].
|mdlsjtxt=fut. ῠνῶ<br />to [[embolden]] or [[encourage]] [[against]], τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in [[form]] [[καταθρασύνομαι]], Luc.
}}
{{pape
|ptext=altattisch = [[καταθαρρύνω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 9 January 2023

English (LSJ)

embolden, encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plu. Luc. 29 ; — Pass., in form καταθρασύνομαι, = καταθαρσέω (be confident, looking forward confidently to, make bold to, behave boldly against, be confirmed), Ph. 1.41, Luc. DMort. 21.2, DL. 2.127 ; c. gen., πρὸς τοὺς ἀλόγως καταθαρσυνομένους τῶν ἐν τοῖς πολλοῖς δοξαζομένων, title of work by Polystr., cf. Them. Or. 34 p. 464D.

French (Bailly abrégé)

encourager contre;
Moy. καταθαρσύνομαι montrer de la hardiesse contre.
Étymologie: κατά, θαρσύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θαρσύνω of κατα-θρασύνω act. bemoedigen:. τινὰ πρὸς τὸ μέλλον iem. moed inspreken voor de toekomst Plut. Luc. 29.2.2. med. vol vertrouwen zijn.

Greek Monolingual

καταθαρσύνω (AM, Μ και καταθαρρύνω)
1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω
2. παθ. καταθαρσύνομαι
εμπιστεύομαι, δίνω πίστη σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].

Greek Monotonic

καταθαρσύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, ενθαρρύνω ή παροτρύνω, εξωθώ κάποιον σε κάτι, τινὰπρὸς τὸ μέλλον, σε Πλούτ. — Παθ., στον τύπο καταθρασύνομαι, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταθαρσύνω: παραθαρρύνω τινὰ πρός τι, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Πλουτ. Λούκουλλ. 29.― Παθητ., ἐν τῷ τύπῳ καταθρασύνομαι,= τῷ προηγ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Διογ. Λ. 2. 127· μετὰ γεν., Θεμίστ. 464. 10 Δινδ.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to embolden or encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in form καταθρασύνομαι, Luc.

German (Pape)

altattisch = καταθαρρύνω.