καταθαρσέω
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
later Att. καταθαρρέω,
A to be confident, in pf. part., Plb. 1.40.3; κ. τοῖς ὅλοις looking forward confidently to a complete victory, Id.3.86.8; κατεθάρσησεν ὁ λαὸς ἐπὶ τοῖς λόγοις LXX 2 Ch.32.8: c. inf., make bold to... παρεπιδείκνυσθαι δημοσίᾳ τὸ ἀνοσιούργημα Ph.2.220; τοῖς ὕδασι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Agath.3.20.
2 c. gen., behave boldly against, τῆς τῶν Σπαρτιατῶν δυνάμεως D.S.15.34; Χώρας Str. 12.8.6.
3 Pass., to be confirmed, Cod.Just.9.4.6.5.
Greek (Liddell-Scott)
καταθαρσέω: παρὰ νεωτέροις Ἀττ. -θαρρέω, φέρομαι θαρραλέως, τολμηρῶς ἐναντίον τινός, τινος Πολύβ. 1. 40, 3, Στράβ. 573, κτλ. ΙΙ.ἔχω πεποίθησιν ἔν τινι, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 3. 86, 8.
German (Pape)
altatt. = καταθαρρέω.