εξωθώ
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
(AM ἐξωθῶ, -έω) ωθώ
1. ωθώ προς τα έξω, διώχνω βίαια
2. ωθώ κάποιον σε κάποια πράξη, παρακινώ («τον εξώθησε στο έγκλημα»)
αρχ.-μσν.
εξορίζω, εκτοπίζω
μσν.
1. αποτάσσω, καθαιρώ
2. παραμελώ
αρχ.
1. (για γιατρό) τραβώ προς τα έξω
2. μετατοπίζω
3. ερεθίζω, κεντώ («ἐξῶσαι γλώσσας ὀδύναν», Σοφ.)
4. (για πλοία) ρίχνω στην ξηρά
5. είμαι εκτεθειμένος στην επιβλαβή επίδραση κάποιου («ἐξωσθῆναι ἄν τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα», Θουκ.).