κατάκλειστος: Difference between revisions

(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakleistos
|Transliteration C=katakleistos
|Beta Code=kata/kleistos
|Beta Code=kata/kleistos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shut up</b>, of women, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>118</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>3.19</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>15</span>, Hsch.; οἴκοι κατάκλειστος ἦν <span class="bibl">D.L.6.94</span>; κ. εἶχεν τὰ βιβλία <span class="bibl">Str.13.1.54</span>; <b class="b2">precious</b>, <b class="b3">τίμιον ἢ κ</b>. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.143</span>.</span>
|Definition=κατάκλειστον, [[shut up]], of women, Call.''Fr.''118, cf. [[LXX]] ''2 Ma.''3.19, Luc.''Tim.''15, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; οἴκοι κατάκλειστος ἦν D.L.6.94; κ. εἶχεν τὰ βιβλία Str.13.1.54; [[precious]], <b class="b3">τίμιον ἢ κ.</b> S.E.''P.''1.143.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[enfermé]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάκλειστος -ον [κατακλείω] [[opgesloten]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκλειστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[запертый]] (ἐν θύραις Luc.; [[οἴκοι]] Diog. L.);<br /><b class="num">2</b> [[живущий взаперти]] ([[γυνή]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''κατάκλειστος''': -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. [[μηδὲ]] τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· [[οἴκοι]] [[κατάκλειστος]] ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

English (LSJ)

κατάκλειστον, shut up, of women, Call.Fr.118, cf. LXX 2 Ma.3.19, Luc.Tim.15, Hsch.; οἴκοι κατάκλειστος ἦν D.L.6.94; κ. εἶχεν τὰ βιβλία Str.13.1.54; precious, τίμιον ἢ κ. S.E.P.1.143.

German (Pape)

[Seite 1353] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé.
Étymologie: κατακλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάκλειστος -ον [κατακλείω] opgesloten.

Russian (Dvoretsky)

κατάκλειστος:
1 запертый (ἐν θύραις Luc.; οἴκοι Diog. L.);
2 живущий взаперти (γυνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλειστος: -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. μηδὲ τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· οἴκοι κατάκλειστος ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάκλειστος, -ον) κατακλείω
ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει κατάκλειστος, αφοσιωμένος στο διάβασμα»)
2. ο περιφραγμένος από παντού («το σπίτι ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)
μσν.
φρ. «κατάκλειστον ποιῶ» — κρατώ σε περιορισμό
μσν.-αρχ.
(κυρίως για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει πάντοτε κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)
αρχ.
πολύτιμος, βαρύτιμος.
επίρρ...
κατάκλειστα
εντελώς κλειστά.