κατάπαυμα: Difference between revisions

(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapavma
|Transliteration C=katapavma
|Beta Code=kata/pauma
|Beta Code=kata/pauma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">means of stopping</b>, δειλοῖσι γόου κ. γενοίμην <span class="bibl">Il.17.38</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">rest</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Si.</span>36.15(18)</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[means of stopping]], δειλοῖσι γόου κ. γενοίμην Il.17.38.<br><span class="bld">II</span> [[rest]], [[LXX]] ''Si.''36.15(18).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] τό, Beendigung, Ruhe, Erholung, γόου Il. 17, 38, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[fin]], [[cessation]].<br />'''Étymologie:''' [[καταπαύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάπαυμα -ατος, τό [καταπαύω] rust:. γόου κατάπαυμα γενοίμην moge ik haar geween stillen Il. 17.38.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπαυμα:''' ατος τό прекращение, конец: γόου κ. γίγνεσθαί τινι Hom. положить конец чьему-л. плачу, утешить кого-л.
}}
{{ls
|lstext='''κατάπαυμα''': το, [[μέσον]] πρὸς κατάπαυσιν, [[τέλος]], δειλοῖσι γόου κατ. γενοίμην Ἰλ. Ρ. 38· [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἀντὶ [[κατάπλασμα]] παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 493. ΙΙ [[ἀνάπαυσις]], Ἑβδ. (Σειράχ, ΛϚ΄, 13)· κ. τῶν μακρῶν πόνων Συλλ. Ἐπιγρ. 9438. 25.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[παύω]]): [[rest]] [[from]], [[alleviation]]; τινός, Il. 17.38†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάπαυμα]], τὸ (Α) [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] για [[κατάπαυση]] («δειλοῖσι γόου [[κατάπαυμα]] γενοίμην» — θα κατέπαυα τον θρήνο αυτών τών δυστυχισμένων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάπαυση]], [[ανάπαυση]] από [[κάτι]] δυσάρεστο («[[κατάπαυμα]] τῶν μακρῶν πόνων», <b>επιγρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάπαυμα:''' -ατος, τό, μέσα, τρόποι για [[κατάπαυση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατάπαυμα]], ατος, τό,<br />a [[means]] of stopping, Il. [from [[καταπαύω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό,
A means of stopping, δειλοῖσι γόου κ. γενοίμην Il.17.38.
II rest, LXX Si.36.15(18).

German (Pape)

[Seite 1368] τό, Beendigung, Ruhe, Erholung, γόου Il. 17, 38, Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fin, cessation.
Étymologie: καταπαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπαυμα -ατος, τό [καταπαύω] rust:. γόου κατάπαυμα γενοίμην moge ik haar geween stillen Il. 17.38.

Russian (Dvoretsky)

κατάπαυμα: ατος τό прекращение, конец: γόου κ. γίγνεσθαί τινι Hom. положить конец чьему-л. плачу, утешить кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπαυμα: το, μέσον πρὸς κατάπαυσιν, τέλος, δειλοῖσι γόου κατ. γενοίμην Ἰλ. Ρ. 38· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κατάπλασμα παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 493. ΙΙ ἀνάπαυσις, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛϚ΄, 13)· κ. τῶν μακρῶν πόνων Συλλ. Ἐπιγρ. 9438. 25.

English (Autenrieth)

(παύω): rest from, alleviation; τινός, Il. 17.38†.

Greek Monolingual

κατάπαυμα, τὸ (Α) καταπαύω
1. το μέσο για κατάπαυση («δειλοῖσι γόου κατάπαυμα γενοίμην» — θα κατέπαυα τον θρήνο αυτών τών δυστυχισμένων, Ομ. Ιλ.)
2. κατάπαυση, ανάπαυση από κάτι δυσάρεστο («κατάπαυμα τῶν μακρῶν πόνων», επιγρ.).

Greek Monotonic

κατάπαυμα: -ατος, τό, μέσα, τρόποι για κατάπαυση, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κατάπαυμα, ατος, τό,
a means of stopping, Il. [from καταπαύω