Πιερικός: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(Bailly1_4)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Piérie.<br />'''Étymologie:''' [[Πιερία]].
|btext=ή, όν :<br />[[de Piérie]].<br />'''Étymologie:''' [[Πιερία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πιερικός:''' -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[Πιερία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πῑερικός:''' [[пиерийский]] Her., Thuc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Πιερικός]], ή, όν<br />of [[Pieria]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.

Greek Monotonic

Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Πῑερικός: пиерийский Her., Thuc.

Middle Liddell

Πιερικός, ή, όν
of Pieria, Hdt.