κοιλιοδαίμων: Difference between revisions
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koiliodaimon | |Transliteration C=koiliodaimon | ||
|Beta Code=koiliodai/mwn | |Beta Code=koiliodai/mwn | ||
|Definition=ονος | |Definition=-ονος, ὁ and ἡ, [[one who makes a god of his belly]], of a parasite, Eup.172, cf. Ael.''Fr.''109, Ath.3.97c. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1466.png Seite 1466]] ονος, ὁ, der seinen Bauch zu seinem Gotte macht, der Schlemmer; καὶ [[γάστρων]] Ath. III, 97 c, vgl. 100 b; Clem. Al. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κοιλιοδαίμων''': -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. [[σοροδαίμων]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιλιοδαίμων]], -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)<br />(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την [[κοιλιά]], [[κοιλιόδουλος]] («[[γάστρων]] και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ([[πρβλ]]. [[βροτοδαίμων]], [[νεκυδαίμων]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ and ἡ, one who makes a god of his belly, of a parasite, Eup.172, cf. Ael.Fr.109, Ath.3.97c.
German (Pape)
[Seite 1466] ονος, ὁ, der seinen Bauch zu seinem Gotte macht, der Schlemmer; καὶ γάστρων Ath. III, 97 c, vgl. 100 b; Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιοδαίμων: -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν ἑαυτοῦ κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. σοροδαίμων.
Greek Monolingual
κοιλιοδαίμων, -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)
(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτοδαίμων, νεκυδαίμων)].