λαιμόρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laimorrytos | |Transliteration C=laimorrytos | ||
|Beta Code=laimo/rrutos | |Beta Code=laimo/rrutos | ||
|Definition= | |Definition=λαιμόρρυτον, ([[ῥέω]]) [[gushing from the throat]], σφαγά E.''Hel.''355 (lyr.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαιμόρρυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρέει από τον λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), [[πρβλ]]. [[αιμόρρυτος]], [[μελίρρυτος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαιμόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
λαιμόρρυτον, (ῥέω) gushing from the throat, σφαγά E.Hel.355 (lyr.).
Greek Monolingual
λαιμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος].
Greek Monotonic
λαιμόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ.