λαιμόρρυτος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμόρρῠτος Medium diacritics: λαιμόρρυτος Low diacritics: λαιμόρρυτος Capitals: ΛΑΙΜΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: laimórrytos Transliteration B: laimorrytos Transliteration C: laimorrytos Beta Code: laimo/rrutos

English (LSJ)

λαιμόρρυτον, (ῥέω) gushing from the throat, σφαγά E.Hel.355 (lyr.).

Greek Monolingual

λαιμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος].

Greek Monotonic

λαιμόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ.