λαιμόρρυτος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
λαιμόρρυτον, (ῥέω) gushing from the throat, σφαγά E.Hel.355 (lyr.).
Greek Monolingual
λαιμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που ρέει από τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος].
Greek Monotonic
λαιμόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει από το λαιμό, σε Ευρ.