μαλθακιστέον: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malthakisteon | |Transliteration C=malthakisteon | ||
|Beta Code=malqakiste/on | |Beta Code=malqakiste/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must be remiss]], Pl.''Alc.''1.124d: in plural μαλθᾰκ-ιστέα, Ar.''Nu.''727. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μαλθακιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μαλθακίζομαι]], δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαλθακιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[μαλθακίζομαι]], [[κάτι]] που πρέπει να κατευναστεί, σε Πλάτ.· ομοίως, μαλθακιστέα, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
one must be remiss, Pl.Alc.1.124d: in plural μαλθᾰκ-ιστέα, Ar.Nu.727.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθακιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μαλθακίζομαι, δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727.
Greek Monotonic
μαλθακιστέον: ρημ. επίθ. του μαλθακίζομαι, κάτι που πρέπει να κατευναστεί, σε Πλάτ.· ομοίως, μαλθακιστέα, σε Αριστοφ.