μεριμνητικός: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=merimnitikos | |Transliteration C=merimnitikos | ||
|Beta Code=merimnhtiko/s | |Beta Code=merimnhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=μεριμνητική, μεριμνητικόν, [[anxious]], Sch.S.''Tr.''109; [[caused by anxiety]], ὄνειροι Artem.4.2. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεριμνητικός''': -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ [[ἔμφροντις]] [[περί]] τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριμνητικός]], -ή, -όν (Α) [[μεριμνητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες<br /><b>3.</b> [[προσεκτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
μεριμνητική, μεριμνητικόν, anxious, Sch.S.Tr.109; caused by anxiety, ὄνειροι Artem.4.2.
German (Pape)
[Seite 134] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητικός: -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ ἔμφροντις περί τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111.
Greek Monolingual
μεριμνητικός, -ή, -όν (Α) μεριμνητής
1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι
2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες
3. προσεκτικός.