μεσόβραχυς: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesovrachys | |Transliteration C=mesovrachys | ||
|Beta Code=meso/braxus | |Beta Code=meso/braxus | ||
|Definition=υ, <span | |Definition=υ, [[having a short syllable in the middle]], name of the foot, Diom.p.481 K. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεσόβραχυς''': ποὺς ἐν τῇ μετρ. ἐκ δύο μακρῶν καὶ βραχείας καὶ δύο μακρῶν, χρόνων [[ἐννέα]], Diom. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σ. 481. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσόβραχυς]], -υ (Α)<br />(για μετρικούς πόδες) αυτός που αποτελείται από δύο μακρές, μία βραχεία, δύο μακρές συλλαβές, δηλ. --∪--.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
υ, having a short syllable in the middle, name of the foot, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόβραχυς: ποὺς ἐν τῇ μετρ. ἐκ δύο μακρῶν καὶ βραχείας καὶ δύο μακρῶν, χρόνων ἐννέα, Diom. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σ. 481.
Greek Monolingual
μεσόβραχυς, -υ (Α)
(για μετρικούς πόδες) αυτός που αποτελείται από δύο μακρές, μία βραχεία, δύο μακρές συλλαβές, δηλ. --∪--.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βραχύς.