νίτρωμα: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(8) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nitroma | |Transliteration C=nitroma | ||
|Beta Code=ni/trwma | |Beta Code=ni/trwma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[lye]], PHolm.3.22, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[χαλέρυπον]].<br><span class="bld">2</span> [[scurf]], [[dandruff]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νίτρωμα''': τό, τὸ [[ἀπόπλυμα]] ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες [[νίτρωμα]] λέγουσι». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νίτρωμα]], τὸ (Α) [[νιτρώ]]<br /><b>1.</b> [[στακτή]] [[κονία]], [[αλισίβα]] («χαλέρυπον<br />τὸ [[ῥύμμα]] τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες [[νίτρωμα]] λέγουσι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πιτυρίδα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:10, 23 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A lye, PHolm.3.22, Hsch. s.v. χαλέρυπον.
2 scurf, dandruff, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
νίτρωμα: τό, τὸ ἀπόπλυμα ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι».
Greek Monolingual
νίτρωμα, τὸ (Α) νιτρώ
1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον
τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.)
2. πιτυρίδα.