ξυλοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylotrofos
|Transliteration C=ksylotrofos
|Beta Code=culotro/fos
|Beta Code=culotro/fos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">producing timber</b>, ὄρη Str.<span class="title">Chr.</span>4.21.</span>
|Definition=ξυλοτρόφον, [[producing timber]], ὄρη Str.''Chr.''4.21.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz nährend, tragend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ξῠλοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοτρόφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυλοτρόφα</i> και ορθότ. <i>ξυλότροφα</i><br /><b>εντομολ.</b> τα ξυλοφάγο έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] «[[παράγω]]»), [[πρβλ]]. [[λωτοτρόφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοτρόφος Medium diacritics: ξυλοτρόφος Low diacritics: ξυλοτρόφος Capitals: ΞΥΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: xylotróphos Transliteration B: xylotrophos Transliteration C: ksylotrofos Beta Code: culotro/fos

English (LSJ)

ξυλοτρόφον, producing timber, ὄρη Str.Chr.4.21.

German (Pape)

[Seite 281] Holz nährend, tragend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.

Greek Monolingual

-ο (Α ξυλοτρόφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφα
εντομολ. τα ξυλοφάγο έντομα
αρχ.
αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτοτρόφος].