ξυνωνός: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksynonos | |Transliteration C=ksynonos | ||
|Beta Code=cunwno/s | |Beta Code=cunwno/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[κοινωνός]], Theognost. ''Can.''68. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ξῡνωνός''': ὁ, = [[κοινωνός]], Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυνωνός]], ὁ (ΑΜ)<br />[[κοινωνός]], [[μέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνών]]. Οι τ. [[ξυνών]], [[ξυνωνός]], [[ξυνωνία]] [[είναι]] ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους [[κοινών]], [[κοινωνός]], [[κοινωνία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = κοινωνός, Theognost. Can.68.
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνωνός: ὁ, = κοινωνός, Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68.
Greek Monolingual
ξυνωνός, ὁ (ΑΜ)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία.