ὀλιγόκλαδος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oligoklados | |Transliteration C=oligoklados | ||
|Beta Code=o)ligo/klados | |Beta Code=o)ligo/klados | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ὀλιγόκλαδον, [[with few branches]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.5.1. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] mit wenigen Zweigen, Theophr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀλῐγόκλᾰδος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[λιγόκλαδος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγόκλαδος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λίγα]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ολιγόκλαδος]]<br /><b>ζωολ.</b> θαλασσόβιο [[σκουλήκι]], στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀλιγόκλαδον, with few branches, Thphr. HP 1.5.1.
German (Pape)
[Seite 320] mit wenigen Zweigen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόκλᾰδος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 1.
Greek Monolingual
και λιγόκλαδος, -η, -ο (Α ὀλιγόκλαδος, -ον)
αυτός που έχει λίγα κλαδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ολιγόκλαδος
ζωολ. θαλασσόβιο σκουλήκι, στροβιλιστικό, με επίμηκες, πλατύ και διαφανές σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κλάδος.