ὀμφαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(9)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omfalodis
|Transliteration C=omfalodis
|Beta Code=o)mfalw/dhs
|Beta Code=o)mfalw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀμφαλοειδής]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>550a21</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>752b2</span>.</span>
|Definition=ὀμφαλῶδες, = [[ὀμφαλοειδής]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''550a21, ''GA''752b2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ες, = [[ὀμφαλοειδής]], Arist. gener. anim. 3, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφᾰλώδης:''' [[пуповидный]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''ὀμφᾰλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[ὀμφαλοειδής]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀμφαλώδης]], -ῶδες) [[ομφαλός]]<br />[[ομφαλοειδής]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομφαλώδης]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 [[περίπου]] είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλώδης Medium diacritics: ὀμφαλώδης Low diacritics: ομφαλώδης Capitals: ΟΜΦΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omphalṓdēs Transliteration B: omphalōdēs Transliteration C: omfalodis Beta Code: o)mfalw/dhs

English (LSJ)

ὀμφαλῶδες, = ὀμφαλοειδής, Arist.HA550a21, GA752b2.

German (Pape)

[Seite 343] ες, = ὀμφαλοειδής, Arist. gener. anim. 3, 2.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλώδης: пуповидный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ὀμφαλοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμφαλώδης, -ῶδες) ομφαλός
ομφαλοειδής
το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.