ὀξυκόρακος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksykorakos | |Transliteration C=oksykorakos | ||
|Beta Code=o)cuko/rakos | |Beta Code=o)cuko/rakos | ||
|Definition=ον, (< | |Definition=ὀξυκόρακον, ([[κόραξ]] II) [[with a sharp hook]], σμιλίον Paul.Aeg.6.87. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀξυκόρᾰκος''': -ον, ([[κόραξ]] ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, [[σμιλίον]] ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀξυκόρακος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αγκιστροειδή [[άκρη]] σαν τη [[μύτη]] του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόραξ]], -<i>ακος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξυκόρακον, (κόραξ II) with a sharp hook, σμιλίον Paul.Aeg.6.87.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυκόρᾰκος: -ον, (κόραξ ΙΙ) ὁ ἔχων ὀξὺν κόρακα, σμιλίον ὀξ., ἔχον ἀγκιστροειδὴ ἄκραν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 87.
Greek Monolingual
ὀξυκόρακος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη του κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόραξ, -ακος].