πατρομύστης: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=patromystis | |Transliteration C=patromystis | ||
|Beta Code=patromu/sths | |Beta Code=patromu/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, < | |Definition=πατρομύστου, ὁ, [[one whose father was a]] [[μύστης]], [[hereditary]] [[μύστης]], ''IGRom.''4.1393 (Smyrna). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0536.png Seite 536]] ὁ, ein Ehrenamt bei der asiatischen Musikgesellschaft, pater mystarum Bacchi, Inscr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πατρομύστης''': -ου, ὁ, πατὴρ ἢ πρῶτος τῶν μυστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3173Α. 17., 3195. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κληρονομικά την [[ιδιότητα]] του μύστη, ο από τον [[πατέρα]] του [[μύστης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] δ. ερμ.) ο [[πατέρας]] τών μυστών, ο [[πρώτος]] τών μυστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύστης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
πατρομύστου, ὁ, one whose father was a μύστης, hereditary μύστης, IGRom.4.1393 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, ein Ehrenamt bei der asiatischen Musikgesellschaft, pater mystarum Bacchi, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πατρομύστης: -ου, ὁ, πατὴρ ἢ πρῶτος τῶν μυστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3173Α. 17., 3195.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που έχει κληρονομικά την ιδιότητα του μύστη, ο από τον πατέρα του μύστης
2. (κατά δ. ερμ.) ο πατέρας τών μυστών, ο πρώτος τών μυστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μύστης.