περιφαής: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perifais
|Transliteration C=perifais
|Beta Code=perifah/s
|Beta Code=perifah/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gleaming all round</b>, <b class="b3">βλεφάρων περιφαέα [ᾱ</b> metri gr.] κύκλα <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.6</span>.</span>
|Definition=περιφαές, [[gleaming all round]], <b class="b3">βλεφάρων περιφαέα [ᾱ</b> metri gr.] κύκλα Opp.''H.''2.6.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0598.png Seite 598]] ές, ringsum leuchtend, blickend, βλεφάρων κύκλα, Opp. Hal. 2, 6 [wo α lang ist].
}}
{{ls
|lstext='''περιφαής''': -ές, ὁ λάμπων, βλέπων ὁλόγυρα, βλεφάρων περιφαέα κύκλα [[[ἔνθα]] ἡ προπαραλήγ. ἐκτείνεται ὡς ἐν τῷ φάεα], Ὀππ. Ἁλ. 2. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει [[προς]] όλες τις διευθύνσεις<br /><b>2.</b> αυτός που τά βλέπει όλα («βλεφάρων περιφαέα κύκλα», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φᾶος</i> «φως»)].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφᾰής Medium diacritics: περιφαής Low diacritics: περιφαής Capitals: ΠΕΡΙΦΑΗΣ
Transliteration A: periphaḗs Transliteration B: periphaēs Transliteration C: perifais Beta Code: perifah/s

English (LSJ)

περιφαές, gleaming all round, βλεφάρων περιφαέα [ᾱ metri gr.] κύκλα Opp.H.2.6.

German (Pape)

[Seite 598] ές, ringsum leuchtend, blickend, βλεφάρων κύκλα, Opp. Hal. 2, 6 [wo α lang ist].

Greek (Liddell-Scott)

περιφαής: -ές, ὁ λάμπων, βλέπων ὁλόγυρα, βλεφάρων περιφαέα κύκλα [[[ἔνθα]] ἡ προπαραλήγ. ἐκτείνεται ὡς ἐν τῷ φάεα], Ὀππ. Ἁλ. 2. 6.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που λάμπει προς όλες τις διευθύνσεις
2. αυτός που τά βλέπει όλα («βλεφάρων περιφαέα κύκλα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φαής (< φᾶος «φως»)].