ἀθίγγανος: Difference between revisions
(big3_2) |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=athigganos | |Transliteration C=athigganos | ||
|Beta Code=a)qi/gganos | |Beta Code=a)qi/gganos | ||
|Definition= | |Definition=[[untouchable]], ὁ μὴ θέλων τινὶ προσεγγίσαι, EM25.28. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[intocable]]de los miembros de cierta secta cristiana <i>EM</i>α 383, <i>Et.Gen</i>.α 140, <i>Et.Sym</i>.α 206. | |dgtxt=-ον<br />[[intocable]] de los miembros de cierta secta cristiana <i>EM</i>α 383, <i>Et.Gen</i>.α 140, <i>Et.Sym</i>.α 206. | ||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=The Athinganoi (Ancient Greek: Ἀθίγγανοι, singular Athinganos, Ἀθίγγανος), were a 9th-century sect of Monarchians located in [[Phrygia]] and [[Lycaonia]] founded by Theodotus the Banker. It is uncertain whether the sect survived beyond the 9th century. Some Sources said they derived from the Simonians. | |||
The etymology of the word is not certain, but a common determination is a derivation in Greek for "(the) [[untouchable]]s" (compare Indian Chandala, dalit), derived from a privative alpha prefix and the verb thingano ([[θιγγάνειν]], thinganein, "to [[touch]]"). | |||
The name Athinganoi, a later variant form of which is Atsinganoi ([[ατσίγγανος|ἀτσίγγανοι]]), came to be associated with the Romani people who first appeared in the Byzantine Empire at the time. Atsinganoi is the root word for "cigano", "çingene", "cigány", "zigeuner", "tzigan", "țigan", and "zingaro", words used to describe members of the Romani people in various European languages. Today many of these words are still used in a derogatory sense, albeit others are the most common exonym for them in a given language. The idea of Roma as sorcerers also plays a part in the apparent confusion between the Atzinganoi (the Roma), and the Athinganoi. | |||
}} | |||
{{wkpel | |||
|wkeltx=Οι Αθίγγανοι (αναφέρονται και ως Καθαροί ή Καθάρειοι) ήταν χριστιανοί αιρετικοί του 8ου αιώνα μ.Χ. των οποίων οι ρίζες εντοπίζονται στους Παυλικιανούς. Η αίρεση αυτή είχε ισχύ όχι εξαιτίας τόσο από τον αριθμό των μελών της, αλλά από το γεγονός ότι τα μέλη της ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, ακόμη και βυζαντινοί αυτοκράτορες. Σύμφωνα με το Μεγάλο Ετυμολογικό πήραν το όνομά τους επειδή δεν ήθελαν να τους προσεγγίζουν. | |||
Ο Αθίγγανοι είχαν καταγωγή ελληνική ή ήταν ελληνίζοντες. Ήταν πολυάριθμοι. Τα μέλη της ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, οι οποίοι ασκούσαν έλεγχο στην επιλογή αυτοκράτορα. Ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Β´ ήταν φιλικά προσκείμενος στους Αθίγγανους. Ο γιος του Θεόφιλος δεν κυνήγησε τους Παυλικιανούς. Ο Κωνσταντίνος Θεοφάνης λέει ότι εθλίβη όταν οι Άραβες κατέστρεψαν σε αιφνίδια επιδρομή το Αμόριο, πατρίδα του πατέρα του, επειδή εκεί κατοικούσε μεγάλος αριθμός Αθίγγανων. Αναφέρεται ότι ο Νικηφόρος Α´ συμβουλευόταν Μανιχαίους και Αθίγγανους. Πέρα από αυτούς τους αυτοκράτορες ως Αθίγγανοι αναφέρονται οι Λέων Γ´ ο Ίσαυρος, Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος και άλλοι. Μέλη της αίρεσης ήταν επίσης πολλοί πρίγκιπες, στρατηγοί, βαθμούχοι και μεγιστάνες. | |||
Επί Μιχαήλ Β΄ και Θεοφίλου οι διωγμοί εναντίον των Αθίγγανων και των Παυλικιανών σταμάτησαν, αλλά η Θεοδώρα, που επόπτευε το διάδοχο του θρόνου Μιχαήλ Γ' το Μέθυσο, άρχισε τις διώξεις εναντίον των Αθιγγάνων. Οι τρεις απεσταλμένοι της αυτοκράτειρας στη Μικρά Ασία, ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης, επέδειξαν πρωτοφανή σκληρότητα εναντίον των "αιρετικών". Περίπου εκατό χιλιάδες Παυλικιανοί και Αθίγγανοι θανατώθηκαν μετά από βασανιστήρια. | |||
}} | |||
==Wikipedia DE== | |||
Die Athinganen, Athingani oder Athinganer (mittelgriechisch Ἀθίγγανοι Athínganoi „die Unberührbaren“, mittelgriechische Aussprache etwa [aˈθiŋgany]), waren eine gnostische Sekte des 9. Jahrhunderts in Phrygien, dem heutigen West-Anatolien. Über sie ist wenig bekannt, Timotheus von Konstantinopel bezeichnete sie als Melchisedechiten. Als Ruhetag in der Woche kannten sie wohl den Sabbat, was sie möglicherweise auch in Verbindung mit dem jüdischen Glauben bringt (vergleiche den Artikel zum hellenistischen Judentum). Die Eigenheit, keinen Andersgläubigen zu berühren oder sich nicht von einem solchen berühren zu lassen, soll zur Entstehung ihres Namens geführt haben. Überhaupt scheinen sie zahlreiche Gebote und Verbote bezogen auf körperliche Reinheit besessen zu haben. | |||
Ihre Fortdauer über das 9. Jahrhundert hinaus ist nicht sicher. Zuweilen wird vermutet, dass sie sich nach der Zerstörung von Tephrike (heutiges Divriği in der Provinz Sivas in der Türkei) über Armenien, Kleinasien und den Balkan verstreuten. Das Wort atsínganoi, mit dem die Byzantiner die zugewanderten Roma bezeichneten, und von dem das deutsche Wort Zigeuner und dessen Äquivalente in anderen europäischen Sprachen abstammen sollen (griechisch tsingános, türkisch çingene, bulgarisch tsigan, französisch tsiganes usw.), ist möglicherweise eine korrumpierte Form des Namens Athinganen. | |||
{{trml | |||
|trtx====[[untouchable]]=== | |||
Bulgarian: недосегаем, неприкосновен; Catalan: intocable; Esperanto: netuŝebla; Finnish: koskematon; French: [[intouchable]]; German: [[unantastbar]]; Ancient Greek: [[ἄαπτος]], [[ἀθίγγανος]], [[ἄθικτος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀπρόσψαυστος]], [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀψηλάφητος]]; Hungarian: érinthetetlen; Italian: [[intoccabile]]; Polish: niedotykalny; Portuguese: [[intocável]]; Russian: [[неприкасаемый]], [[неприкосновенный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: недодѝрљив; Roman: nedodìrljiv; Spanish: [[intocable]]; Swedish: oantastlig; Telugu: అంటరాని | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:31, 14 February 2024
English (LSJ)
untouchable, ὁ μὴ θέλων τινὶ προσεγγίσαι, EM25.28.
Spanish (DGE)
-ον
intocable de los miembros de cierta secta cristiana EMα 383, Et.Gen.α 140, Et.Sym.α 206.
Wikipedia EN
The Athinganoi (Ancient Greek: Ἀθίγγανοι, singular Athinganos, Ἀθίγγανος), were a 9th-century sect of Monarchians located in Phrygia and Lycaonia founded by Theodotus the Banker. It is uncertain whether the sect survived beyond the 9th century. Some Sources said they derived from the Simonians.
The etymology of the word is not certain, but a common determination is a derivation in Greek for "(the) untouchables" (compare Indian Chandala, dalit), derived from a privative alpha prefix and the verb thingano (θιγγάνειν, thinganein, "to touch").
The name Athinganoi, a later variant form of which is Atsinganoi (ἀτσίγγανοι), came to be associated with the Romani people who first appeared in the Byzantine Empire at the time. Atsinganoi is the root word for "cigano", "çingene", "cigány", "zigeuner", "tzigan", "țigan", and "zingaro", words used to describe members of the Romani people in various European languages. Today many of these words are still used in a derogatory sense, albeit others are the most common exonym for them in a given language. The idea of Roma as sorcerers also plays a part in the apparent confusion between the Atzinganoi (the Roma), and the Athinganoi.
Wikipedia EL
Οι Αθίγγανοι (αναφέρονται και ως Καθαροί ή Καθάρειοι) ήταν χριστιανοί αιρετικοί του 8ου αιώνα μ.Χ. των οποίων οι ρίζες εντοπίζονται στους Παυλικιανούς. Η αίρεση αυτή είχε ισχύ όχι εξαιτίας τόσο από τον αριθμό των μελών της, αλλά από το γεγονός ότι τα μέλη της ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, ακόμη και βυζαντινοί αυτοκράτορες. Σύμφωνα με το Μεγάλο Ετυμολογικό πήραν το όνομά τους επειδή δεν ήθελαν να τους προσεγγίζουν.
Ο Αθίγγανοι είχαν καταγωγή ελληνική ή ήταν ελληνίζοντες. Ήταν πολυάριθμοι. Τα μέλη της ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, οι οποίοι ασκούσαν έλεγχο στην επιλογή αυτοκράτορα. Ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Β´ ήταν φιλικά προσκείμενος στους Αθίγγανους. Ο γιος του Θεόφιλος δεν κυνήγησε τους Παυλικιανούς. Ο Κωνσταντίνος Θεοφάνης λέει ότι εθλίβη όταν οι Άραβες κατέστρεψαν σε αιφνίδια επιδρομή το Αμόριο, πατρίδα του πατέρα του, επειδή εκεί κατοικούσε μεγάλος αριθμός Αθίγγανων. Αναφέρεται ότι ο Νικηφόρος Α´ συμβουλευόταν Μανιχαίους και Αθίγγανους. Πέρα από αυτούς τους αυτοκράτορες ως Αθίγγανοι αναφέρονται οι Λέων Γ´ ο Ίσαυρος, Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος και άλλοι. Μέλη της αίρεσης ήταν επίσης πολλοί πρίγκιπες, στρατηγοί, βαθμούχοι και μεγιστάνες.
Επί Μιχαήλ Β΄ και Θεοφίλου οι διωγμοί εναντίον των Αθίγγανων και των Παυλικιανών σταμάτησαν, αλλά η Θεοδώρα, που επόπτευε το διάδοχο του θρόνου Μιχαήλ Γ' το Μέθυσο, άρχισε τις διώξεις εναντίον των Αθιγγάνων. Οι τρεις απεσταλμένοι της αυτοκράτειρας στη Μικρά Ασία, ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης, επέδειξαν πρωτοφανή σκληρότητα εναντίον των "αιρετικών". Περίπου εκατό χιλιάδες Παυλικιανοί και Αθίγγανοι θανατώθηκαν μετά από βασανιστήρια.
Wikipedia DE
Die Athinganen, Athingani oder Athinganer (mittelgriechisch Ἀθίγγανοι Athínganoi „die Unberührbaren“, mittelgriechische Aussprache etwa [aˈθiŋgany]), waren eine gnostische Sekte des 9. Jahrhunderts in Phrygien, dem heutigen West-Anatolien. Über sie ist wenig bekannt, Timotheus von Konstantinopel bezeichnete sie als Melchisedechiten. Als Ruhetag in der Woche kannten sie wohl den Sabbat, was sie möglicherweise auch in Verbindung mit dem jüdischen Glauben bringt (vergleiche den Artikel zum hellenistischen Judentum). Die Eigenheit, keinen Andersgläubigen zu berühren oder sich nicht von einem solchen berühren zu lassen, soll zur Entstehung ihres Namens geführt haben. Überhaupt scheinen sie zahlreiche Gebote und Verbote bezogen auf körperliche Reinheit besessen zu haben.
Ihre Fortdauer über das 9. Jahrhundert hinaus ist nicht sicher. Zuweilen wird vermutet, dass sie sich nach der Zerstörung von Tephrike (heutiges Divriği in der Provinz Sivas in der Türkei) über Armenien, Kleinasien und den Balkan verstreuten. Das Wort atsínganoi, mit dem die Byzantiner die zugewanderten Roma bezeichneten, und von dem das deutsche Wort Zigeuner und dessen Äquivalente in anderen europäischen Sprachen abstammen sollen (griechisch tsingános, türkisch çingene, bulgarisch tsigan, französisch tsiganes usw.), ist möglicherweise eine korrumpierte Form des Namens Athinganen.
Translations
untouchable
Bulgarian: недосегаем, неприкосновен; Catalan: intocable; Esperanto: netuŝebla; Finnish: koskematon; French: intouchable; German: unantastbar; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀθίγγανος, ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἀπρόσψαυστος, ἀπροσπέλαστος, ἀψηλάφητος; Hungarian: érinthetetlen; Italian: intoccabile; Polish: niedotykalny; Portuguese: intocável; Russian: неприкасаемый, неприкосновенный; Serbo-Croatian Cyrillic: недодѝрљив; Roman: nedodìrljiv; Spanish: intocable; Swedish: oantastlig; Telugu: అంటరాని