πίσσανθος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(10)
 
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pissanthos
|Transliteration C=pissanthos
|Beta Code=pi/ssanqos
|Beta Code=pi/ssanqos
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand</b>, Gal.11.520.</span>
|Definition=εος, τό, [[the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand]], Gal.11.520.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] τό, der dünne, obenauf schwimmende Teil des flüssigen Pechs, flos picis, auch [[πισσέλαιον]] u. [[ὄῤῥος]] πίσσης, Galen. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πίσσανθος''': -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν [[ὅταν]] ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς [[μέρος]] τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ [[ὅπερ]] ὁ Ἱππ. καλεῖ [[ὀρρός]] πίσσης, 877Α (πρβλ. [[ὀρρόπισσα]]), παρὰ Διοσκ. [[πισσέλαιον]] 1. 95.
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />ελαιώδες [[υγρό]] που ανέρχεται στην [[επιφάνεια]], όταν η ωμή [[πίσσα]] αφεθεί σε ένα [[μέρος]] για αρκετό χρόνο, το [[πισσέλαιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσσανθος Medium diacritics: πίσσανθος Low diacritics: πίσσανθος Capitals: ΠΙΣΣΑΝΘΟΣ
Transliteration A: píssanthos Transliteration B: pissanthos Transliteration C: pissanthos Beta Code: pi/ssanqos

English (LSJ)

εος, τό, the oily fluid that rises to the surface when the raw pitch is left to stand, Gal.11.520.

German (Pape)

[Seite 619] τό, der dünne, obenauf schwimmende Teil des flüssigen Pechs, flos picis, auch πισσέλαιον u. ὄῤῥος πίσσης, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πίσσανθος: -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὅταν ἡ ὠμὴ πίσσα ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς μέρος τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ ὅπερ ὁ Ἱππ. καλεῖ ὀρρός πίσσης, 877Α (πρβλ. ὀρρόπισσα), παρὰ Διοσκ. πισσέλαιον 1. 95.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος.