δεκάχρονος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(big3_10)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />métr. [[de diez unidades de tiempo]] μολοσσοσπονδεῖος ἐκ πέντε μακρῶν δ. <i>Anecd.Stud</i>.1.235.
|dgtxt=-ον<br />métr. [[de diez unidades de tiempo]] μολοσσοσπονδεῖος ἐκ πέντε μακρῶν δ. <i>Anecd.Stud</i>.1.235.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκάχρονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δέκα]] χρόνων<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[δέκα]] [[χρόνια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δεκάχρονα</i><br />η [[δεκαετία]], η [[δεκαετηρίδα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ον
métr. de diez unidades de tiempo μολοσσοσπονδεῖος ἐκ πέντε μακρῶν δ. Anecd.Stud.1.235.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάχρονος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία δέκα χρόνων
2. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάχρονα
η δεκαετία, η δεκαετηρίδα.