πλινθιακός: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plinthiakos | |Transliteration C=plinthiakos | ||
|Beta Code=plinqiako/s | |Beta Code=plinqiako/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=πλινθιακή, πλινθιακόν, of or for [[brick]]s: ὁ [[πλινθιακός]] = [[πλινθευτής]], D.L.4.36. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0636.png Seite 636]] zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = [[πλινθευτής]], Diog. L. 4, 36. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλινθιακός:''' ὁ [[кирпичный мастер]], [[кирпичник]] Diog. L. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πλινθιακός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = [[πλινθευτής]], Διογ. Λ. 4. 36. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πλινθιακός]]<br />[[πλινθευτής]], [[πλινθουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. παράγεται [[μάλλον]] από τον τ. [[πλινθίον]], υποκορ. του [[πλίνθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-[[ιακός]]: <i>θηρ</i>-<i>ίον</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
πλινθιακή, πλινθιακόν, of or for bricks: ὁ πλινθιακός = πλινθευτής, D.L.4.36.
German (Pape)
[Seite 636] zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = πλινθευτής, Diog. L. 4, 36.
Russian (Dvoretsky)
πλινθιακός: ὁ кирпичный мастер, кирпичник Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = πλινθευτής, Διογ. Λ. 4. 36.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός
πλινθευτής, πλινθουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. του πλίνθος (πρβλ. θηρ-ιακός: θηρ-ίον)].