ἀναδάσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(big3_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anadasimos | |Transliteration C=anadasimos | ||
|Beta Code=a)nada/simos | |Beta Code=a)nada/simos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναδάσιμον, to [[be distributed afresh]], Sch.Ven.Il.1.300. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que debe ser redistribuido]] γεγένηται δὲ ἀναδάσιμα πάντα τὰ τῶν αἰχμαλωτίδων Sch.Er.<i>Il</i>.1.299. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδάσιμος''': -ον, [[ὅστις]] δύναται ἢ πρέπει ἐκ νέου νὰ διανεμηθῇ, Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Α. 300. | |lstext='''ἀναδάσιμος''': -ον, [[ὅστις]] δύναται ἢ πρέπει ἐκ νέου νὰ διανεμηθῇ, Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Α. 300. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναδάσιμος]], -ον) [[ἀναδατέομαι]]<br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναδάσιμον, to be distributed afresh, Sch.Ven.Il.1.300.
Spanish (DGE)
-ον
que debe ser redistribuido γεγένηται δὲ ἀναδάσιμα πάντα τὰ τῶν αἰχμαλωτίδων Sch.Er.Il.1.299.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδάσιμος: -ον, ὅστις δύναται ἢ πρέπει ἐκ νέου νὰ διανεμηθῇ, Σχολ. Ἑνετ. Ἰλ. Α. 300.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναδάσιμος, -ον) ἀναδατέομαι
αυτός που μπορεί ή πρέπει να διανεμηθεί, να διαμοιραστεί εκ νέου.