ἀνάρδευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(big3_4)
(4)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[carente de agua]], [[no regado]] γῆ Cyr.Al.M.71.924C.
|dgtxt=[[carente de agua]], [[no regado]] γῆ Cyr.Al.M.71.924C.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρδευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο [[απότιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί.
}}
}}

Latest revision as of 06:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 205] unbenetzt, trocken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρδευτος: -ον, ἀπότιστος, ξηρός, Κύριλλ. εἰς Ἀβακ. 3, σ. 565.

Spanish (DGE)

carente de agua, no regado γῆ Cyr.Al.M.71.924C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρδευτος, -ον)
αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο απότιστος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί.