δευτερωτής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(big3_11)
(9)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[intérprete]] y esp. [[escriba]] judío ἦσαν δευτερωταὶ τοῦ νόμου ὡς γραμματικήν τινα ἐπιστήμην ὑφηγούμενοι Epiph.Const.<i>Haer</i>.15.1.1, cf. <i>Anac</i>.1.14, Eus.<i>PE</i> 11.5.3, Procop.Gaz.M.87.2176D.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[intérprete]] y esp. [[escriba]] judío ἦσαν δευτερωταὶ τοῦ νόμου ὡς γραμματικήν τινα ἐπιστήμην ὑφηγούμενοι Epiph.Const.<i>Haer</i>.15.1.1, cf. <i>Anac</i>.1.14, Eus.<i>PE</i> 11.5.3, Procop.Gaz.M.87.2176D.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δευτερωτής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δευτερώνει, επαναλαμβάνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «του δευτερωτή το [[ζευγάρι]] σβέλτα σβαρνίζει» — [[είναι]] εύκολο να επαναλάβεις [[κάτι]] που έχεις κιόλας γίνει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερμηνευτής]] της Παλαιάς Διαθήκης ή τών θρησκευτικών παραδόσεων τών Εβραίων.
}}
}}

Latest revision as of 06:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 554] ὁ, der Ausleger der Tradition, der Rabbiner, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερωτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτὴς τῶν παραδόσεων, ῥαββῖνος, Εὐσ. Ε. Π. 513C.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
intérprete y esp. escriba judío ἦσαν δευτερωταὶ τοῦ νόμου ὡς γραμματικήν τινα ἐπιστήμην ὑφηγούμενοι Epiph.Const.Haer.15.1.1, cf. Anac.1.14, Eus.PE 11.5.3, Procop.Gaz.M.87.2176D.

Greek Monolingual

ο (AM δευτερωτής)
νεοελλ.
1. αυτός που δευτερώνει, επαναλαμβάνει κάτι
2. παροιμ. «του δευτερωτή το ζευγάρι σβέλτα σβαρνίζει» — είναι εύκολο να επαναλάβεις κάτι που έχεις κιόλας γίνει
αρχ.
ο ερμηνευτής της Παλαιάς Διαθήκης ή τών θρησκευτικών παραδόσεων τών Εβραίων.