ἐμβολισμός: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(big3_14b)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[intercalar]], [[mes intercalado]], Graeci et Iudaei, per octo annos trium mensium ἐμβολισμοὺς faciunt</i> Hieron.<i>Dan</i>.25.544A, cf. <i>Gloss</i>.2.89.<br /><b class="num">2</b> [[año de trece meses lunares]] Isid.<i>Etym</i>.6.17.22, 23.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0806.png Seite 806]] ὁ, Sp., der Schalttag.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0806.png Seite 806]] ὁ, Sp., der [[Schalttag]].
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[intercalar]], [[mes intercalado]], [[Graeci et Iudaei, per octo annos trium mensium]] ἐμβολισμοὺς faciunt</i> Hieron.<i>Dan</i>.25.544A, cf. <i>Gloss</i>.2.89.<br /><b class="num">2</b> [[año de trece meses lunares]] Isid.<i>Etym</i>.6.17.22, 23.
|mltxt=ο (AM [[ἐμβολισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προώθηση]] του βλήματος με τη [[βοήθεια]] του εμβολέα στο [[κοίλο]] [[μέρος]] του πυροβόλου<br /><b>2.</b> η [[εκτέλεση]] μιας ολόκληρης διαδρομής του εμβόλου τών μηχανών<br /><b>3.</b> η [[προσβολή]] πλοίου με [[έμβολο]] [[κατά]] την [[εμβολή]]<br /><b>μσν.</b><br />εμβόλιμη [[ημέρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρεμβολή]].
}}
}}

Latest revision as of 08:32, 23 September 2024

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 intercalar, mes intercalado, Graeci et Iudaei, per octo annos trium mensium ἐμβολισμοὺς faciunt Hieron.Dan.25.544A, cf. Gloss.2.89.
2 año de trece meses lunares Isid.Etym.6.17.22, 23.

German (Pape)

[Seite 806] ὁ, Sp., der Schalttag.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβολισμός)
νεοελλ.
1. η προώθηση του βλήματος με τη βοήθεια του εμβολέα στο κοίλο μέρος του πυροβόλου
2. η εκτέλεση μιας ολόκληρης διαδρομής του εμβόλου τών μηχανών
3. η προσβολή πλοίου με έμβολο κατά την εμβολή
μσν.
εμβόλιμη ημέρα
αρχ.
παρεμβολή.