irreflexivamente: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(2)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀμεταμέλητος]], [[ἀβούλευτος]], [[ἀπεριμερίμνως]], [[ἀφραδής]], [[ἀπερινόητος]], [[ἀνεπιλόγιστος]], [[ἀλόγιστος]], [[ἀσκεπτί]], [[ἀμελέτητος]], [[ἄσκεπτος]], [[ἀνεπίστατος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄβουλος]], [[ἄσκοπος]]
|sltx=[[ἀβουλεύτως]], [[ἀβούλως]], [[ἀλογίστως]], [[ἀμελετήτως]], [[ἀμεταμελήτως]], [[ἀνεπιλογίστως]], [[ἀνεπιστάτως]], [[ἀπεριμερίμνως]], [[ἀπερινοήτως]], [[ἀπερισκέπτως]], [[ἀπερισκεπτότερον]], [[ἀσκεπτί]], [[ἀσκεπτότερον]], [[ἀσκέπτως]], [[ἀσκόπως]], [[ἀφραδέως]]
}}
}}

Latest revision as of 09:04, 19 October 2024