σανιδωτός: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sanidotos | |Transliteration C=sanidotos | ||
|Beta Code=sanidwto/s | |Beta Code=sanidwto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=σανιδωτή, σανιδωτόν, [[planked]], [[boarded over]], [[LXX]] ''Ex.''27.8, al. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] mit Brettern bedeckt, mit einem Verdecke von Brettern versehen, LXX. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σᾰνῐδωτός''': -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σανιδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br />στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για [[πλοίο]]) αυτός που έχει σανιδένιο [[κατάστρωμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
σανιδωτή, σανιδωτόν, planked, boarded over, LXX Ex.27.8, al.
German (Pape)
[Seite 861] mit Brettern bedeckt, mit einem Verdecke von Brettern versehen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδωτός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / σανιδωτός, -ή, -όν, ΝΑ σανιδῶ
στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες
αρχ.
(κυρίως για πλοίο) αυτός που έχει σανιδένιο κατάστρωμα.