σαπωναρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(11)
 
m (1 revision imported)
 
(9 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=saponarikos
|Transliteration C=saponarikos
|Beta Code=sapwnariko/s
|Beta Code=sapwnariko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">saponaceous, soapy</b>, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; <b class="b3">-αρικὴ τέχνη</b> art <b class="b2">of making soap</b>, Zos.Alch.p.142B.</span>
|Definition=σαπωναρική, σαπωναρικόν, [[saponaceous]], [[soapy]], Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; [[σαπωναρικὴ τέχνη]] = [[art of making soap]], Zos.Alch.p.142B.
}}
{{ls
|lstext='''σᾰπωναρικός''': -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, [[στακτός]], Ἰατρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σαπωνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαπωναρική [[τέχνη]]» — η [[τέχνη]] παρασκευής σαπουνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάπων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρικός</i>, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -<i>αρ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πλουμ</i>-<i>αρ</i>-<i>ικός</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 9 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾱπωναρικός Medium diacritics: σαπωναρικός Low diacritics: σαπωναρικός Capitals: ΣΑΠΩΝΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sapōnarikós Transliteration B: sapōnarikos Transliteration C: saponarikos Beta Code: sapwnariko/s

English (LSJ)

σαπωναρική, σαπωναρικόν, saponaceous, soapy, Zos.Alch.p.226B., Paul. Aeg.6.9; σαπωναρικὴ τέχνη = art of making soap, Zos.Alch.p.142B.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰπωναρικός: -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, στακτός, Ἰατρ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σαπωνοειδής
2. φρ. «σαπωναρική τέχνη» — η τέχνη παρασκευής σαπουνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -αρικός, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -αρ- (πρβλ. πλουμ-αρ-ικός)].