σαρκοφανής: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sarkofanis | |Transliteration C=sarkofanis | ||
|Beta Code=sarkofanh/s | |Beta Code=sarkofanh/s | ||
|Definition= | |Definition=σαρκοφανές,<br><span class="bld">A</span> [[with a fleshy outside]], S.E.''P.''1.50.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[open-work garment]], <b class="b3">ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ</b>. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 936.26 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>wie [[Fleisch]] [[erscheinend]], mit [[fleischiger]] Haut, [[Oberfläche]]</i>, Sext.Emp. <i>Pyrrh</i>. 1.50. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαρκοφᾰνής:''' [[покрытый плотью]], [[мясистый]] Sext. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σαρκοφᾰνής''': -ές, ὁ ὡς σὰρξ φαινόμενος, ἔχων σαρκῶδες ἐξωτερικόν, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 50. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σαρκώδες [[περίβλημα]], που μοιάζει εξωτερικά με [[σάρκα]]<br /><b>2.</b> (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ [[σαρκοφανής]]<br />[[ένδυμα]] με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]], [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[ιπποφανής]], [[ξυλοφανής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
σαρκοφανές,
A with a fleshy outside, S.E.P.1.50.
II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).
German (Pape)
ές, wie Fleisch erscheinend, mit fleischiger Haut, Oberfläche, Sext.Emp. Pyrrh. 1.50.
Russian (Dvoretsky)
σαρκοφᾰνής: покрытый плотью, мясистый Sext.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοφᾰνής: -ές, ὁ ὡς σὰρξ φαινόμενος, ἔχων σαρκῶδες ἐξωτερικόν, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 50.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα
2. (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ σαρκοφανής
ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιπποφανής, ξυλοφανής].