σκάλαυθρον: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skalafthron
|Transliteration C=skalafthron
|Beta Code=ska/lauqron
|Beta Code=ska/lauqron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oven-rake</b>, gloss on [[σπαύλαθρον]], Hsch.; on <b class="b3">σπάλαυθρον</b>, Phot.; cf. <b class="b3">σκάλευθρον, σπάλαθρον</b>.</span>
|Definition=τό, [[oven-rake]], gloss on [[σπαύλαθρον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; on [[σπάλαυθρον]], Phot.; cf. [[σκάλευθρον]], [[σπάλαθρον]].
}}
{{ls
|lstext='''σκάλαυθρον''': καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, [[ὄργανον]] δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει [[σπάλαθρον]], καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σκάλευθρον, [[σπάλαθρον]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η [[φωτιά]], το [[σκάλεθρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[σκάλευθρον]] και [[σπάλαθρον]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[σκάλευθρον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλαυθρον Medium diacritics: σκάλαυθρον Low diacritics: σκάλαυθρον Capitals: ΣΚΑΛΑΥΘΡΟΝ
Transliteration A: skálauthron Transliteration B: skalauthron Transliteration C: skalafthron Beta Code: ska/lauqron

English (LSJ)

τό, oven-rake, gloss on σπαύλαθρον, Hsch.; on σπάλαυθρον, Phot.; cf. σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλαυθρον: καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, ὄργανον δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει σπάλαθρον, καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι εἶναι σκάλευθρον, σπάλαθρον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον.

German (Pape)

s. σκάλευθρον.