σκοτόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(11)
 
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skotofron
|Transliteration C=skotofron
|Beta Code=skoto/frwn
|Beta Code=skoto/frwn
|Definition=ὁ, ἡ, gen. φρονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dark-minded</b>, gloss on the pr.n. <b class="b3">Λυκόφρων</b>, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, gen. φρονος, [[dark-minded]], gloss on the pr.n. [[Λυκόφρων]], Sch.Lyc.1p.9Bachmann.
}}
{{ls
|lstext='''σκοτόφρων''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - [[ὄνομα]] σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ότοφρον, Α<br />αυτός που έχει σκοτεινή τη [[διάνοια]], που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε [[κατά]] [[μίμηση]] του κύριου ον. Λυκόφρων <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτόφρων Medium diacritics: σκοτόφρων Low diacritics: σκοτόφρων Capitals: ΣΚΟΤΟΦΡΩΝ
Transliteration A: skotóphrōn Transliteration B: skotophrōn Transliteration C: skotofron Beta Code: skoto/frwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. φρονος, dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτόφρων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - ὄνομα σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.

Greek Monolingual

-ότοφρον, Α
αυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση του κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].