ἀνταλλαγή: Difference between revisions

(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀνταλλᾰγή
|Full diacritics=ᾰ̓ντᾰλλᾰγή
|Medium diacritics=ἀνταλλαγή
|Medium diacritics=ἀνταλλαγή
|Low diacritics=ανταλλαγή
|Low diacritics=ανταλλαγή
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antallagi
|Transliteration C=antallagi
|Beta Code=a)ntallagh/
|Beta Code=a)ntallagh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exchanging, exchange, barter, Gloss</b>., <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span> 1350.32</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[exchanging]], [[exchange]], [[barter]], ''Glossaria'', Simp.''in Ph.'' 1350.32.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[cambio]], [[ἀντιπερίστασις]] δέ ἐστιν, ὅταν ἐξωθουμένου τινὸς σώματος ὑπὸ σώματος ἀ. γένηται τῶν τόπων Simp.<i>in Ph</i>.1350.32, de pecador a justo ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς <i>Ep.Diog</i>.9.5, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.39.5 (p.76.11), <i>Gloss</i>.2.228.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] ἡ, der Umtausch.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνταλλᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Λατ. permunatio, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ανταλλαγή]])<br />το να δίνει [[κανείς]] [[κάτι]] και να παίρνει [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ανταλλαγή]] αιχμαλώτων» — αμοιβαία [[απελευθέρωση]] αιχμαλώτων με ειδικές συμφωνίες [[μεταξύ]] των εμπολέμων<br /><b>2.</b> «[[ανταλλαγή]] δώρου» — το να δίνει [[κανείς]] κάποιο [[αντικείμενο]] σε ανταπόδωση δώρου που έλαβε<br /><b>3.</b> «[[ανταλλαγή]] εδαφών» — αμοιβαία [[παραχώρηση]] εδαφών ή θαλάσσιων περιοχών [[κατά]] τη [[σύνταξη]] συνθηκών οριοθέτησης [[μεταξύ]] γειτονικών κρατών<br /><b>4.</b> «[[ανταλλαγή]] πληθυσμών» — η αμοιβαία [[μετακίνηση]] πληθυσμών σύμφωνα με τη [[συνθήκη]] που υπογράφεται [[μεταξύ]] δύο χωρών<br /><b>5.</b> «[[ανταλλαγή]] της ύλης» — ο [[μεταβολισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ, exchanging, exchange, barter, Glossaria, Simp.in Ph. 1350.32.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cambio, ἀντιπερίστασις δέ ἐστιν, ὅταν ἐξωθουμένου τινὸς σώματος ὑπὸ σώματος ἀ. γένηται τῶν τόπων Simp.in Ph.1350.32, de pecador a justo ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς Ep.Diog.9.5, cf. Epiph.Const.Haer.39.5 (p.76.11), Gloss.2.228.

German (Pape)

[Seite 243] ἡ, der Umtausch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταλλᾰγή: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Λατ. permunatio, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (AM ανταλλαγή)
το να δίνει κανείς κάτι και να παίρνει κάτι άλλο
νεοελλ.
φρ.
1. «ανταλλαγή αιχμαλώτων» — αμοιβαία απελευθέρωση αιχμαλώτων με ειδικές συμφωνίες μεταξύ των εμπολέμων
2. «ανταλλαγή δώρου» — το να δίνει κανείς κάποιο αντικείμενο σε ανταπόδωση δώρου που έλαβε
3. «ανταλλαγή εδαφών» — αμοιβαία παραχώρηση εδαφών ή θαλάσσιων περιοχών κατά τη σύνταξη συνθηκών οριοθέτησης μεταξύ γειτονικών κρατών
4. «ανταλλαγή πληθυσμών» — η αμοιβαία μετακίνηση πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφεται μεταξύ δύο χωρών
5. «ανταλλαγή της ύλης» — ο μεταβολισμός.