αγωνοθέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀγωνοθέτης]])<br />αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κριτής]] του αγώνα, [[αγωνοδίκης]], [[αγωνάρχης]]<br /><b>2.</b> [[οποιοσδήποτε]] [[κριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγών]] <span style="color: red;">+</span> [[θέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγωνοθεσία]], <i>ἀγωνοθετῶ</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἀγωνοθέτης]])<br />αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κριτής]] του αγώνα, [[αγωνοδίκης]], [[αγωνάρχης]]<br /><b>2.</b> [[οποιοσδήποτε]] [[κριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγών]] <span style="color: red;">+</span> [[θέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγωνοθεσία]], <i>ἀγωνοθετῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀγωνοθέτης)
αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες
αρχ.
1. κριτής του αγώνα, αγωνοδίκης, αγωνάρχης
2. οποιοσδήποτε κριτής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών + θέτης < τίθημι.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσία, ἀγωνοθετῶ].