αγάλακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αγάλατος]], -η, -ο (Α [[ἀγάλακτος]], -ον και [[ἀγάλαξ]], ο, η)<br />αυτός που δεν παρέχει [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[γάλα]].
|mltxt=και [[αγάλατος]], -η, -ο (Α [[ἀγάλακτος]], -ον και [[ἀγάλαξ]], ο, η)<br />αυτός που δεν παρέχει [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[γάλα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αγάλατος, -η, -ο (Α ἀγάλακτος, -ον και ἀγάλαξ, ο, η)
αυτός που δεν παρέχει γάλα
νεοελλ.
(για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε
αρχ.
αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + γάλα.